- παρορκώ
- -έω, Αεπιορκώ, παραβαίνω τον όρκο μου.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + -ορκῶ (< -ορκος < ὅρκος), πρβλ. επι-ορκώ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παρορκία — ἡ, Α (παρορκώ] παράβαση όρκου, επιορκία … Dictionary of Greek